πλευρόκοκκος

πλευρόκοκκος
το, Ν
βοτ.
γένος χλωροφυκών που περιλαμβάνει μικροσκοπικά μονοκυτταρικά είδη, τα οποία απαντούν ως λεπτό, πράσινο κάλυμμα τής υγρής, σκιερής πλευράς δέντρων, βράχων και τού εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurococcus (< πλευρά + κόκκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλευροκοκκίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια χλωροφυκών, τυπικός εκπρόσωπος τής οποίας είναι το γένος πλευρόκοκκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”