- πλευρόκοκκος
- το, Νβοτ.γένος χλωροφυκών που περιλαμβάνει μικροσκοπικά μονοκυτταρικά είδη, τα οποία απαντούν ως λεπτό, πράσινο κάλυμμα τής υγρής, σκιερής πλευράς δέντρων, βράχων και τού εδάφους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurococcus (< πλευρά + κόκκος)].
Dictionary of Greek. 2013.